- εκλυτήριος
- ἐκλυτήριος, -ον (Α)1. αυτός που συντελεί στην απαλλαγή από το κακό2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλυτήριονεξιλαστήρια θυσία ή προσφορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλυτήριον — ἐκλυτήριος bringing release masc/fem acc sg ἐκλυτήριος bringing release neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)